- ὀργανικοί
- ὀργανικόςserving as organsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι … Dictionary of Greek
σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… … Dictionary of Greek
χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… … Dictionary of Greek
ανυδρίτες — Χημικές ενώσεις που σχηματίζουν με ύδωρ οξέα. Οι ανόργανοι α. είναι οξυγονούχες ενώσεις διαφόρων στοιχείων, που αντιδρούν με ύδωρ και σχηματίζουν οξυγονούχα οξέα. Μεικτοί α. λέγονται όσοι σχηματίζουν διαφορετικά οξέα. Τυπική περίπτωση μεικτού α.… … Dictionary of Greek
ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… … Dictionary of Greek